ἐκάην

ἐκάην
ἐκάην: see καίω.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐκάην — καίω kindle aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) καίω kindle aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαής — ( ούς) ές αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ἐκάην* < καίω] …   Dictionary of Greek

  • διακαής — ές (AM διακαής, ές) Ι. 1. διάπυρος, πυρακτωμένος, υπερβολικά θερμός νεοελλ. (για συναισθήματα) θερμός, φλογερός, έντονος II. επίρρ. διακαώς (AM διακαῶς) νεοελλ. έντονα, φλογερά αρχ. μσν. με υπερβολική θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + θ. τού εκάην… …   Dictionary of Greek

  • σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”